Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

είναι ευχάριστο

  • 1 приятно

    приятно είναι ευχάριστο· очень \приятно! πολύ ευχάριστο!» χαίρω πολύ!
    * * *

    о́чень прия́тно! — πολύ ευχάριστο!, χαίρω πολύ!

    Русско-греческий словарь > приятно

  • 2 приятно

    επίρ. κ. ως κατηγ. ευχάριστα, ευάρεστα, τερπνά, ωραία•

    приятно пахнет μυρίζει ωραία•

    это приятно αυτό είναι ευχάριστο•

    приятно видеть είναι ευχάριστο να βλέπεις•

    приятно с ним говорить χαίρεσαι να κουβεντιάζεις μ αυτόν.

    Большой русско-греческий словарь > приятно

  • 3 любо

    επίρ.
    με σημ. κατηγ. είναι ευχάριστο, αρεστό, ωραίο• είναι να χαίρεσαι•
    это ему любо αυτό του αρέσει•

    любо смотреть на это χαίρεσαι να το βλέπεις.

    εκφρ.
    любо дорогоκ. любо мило πολύ καλά, πολύ ευχάριστα•
    любо не – θέλοντας μη θέλοντας, με τη βία, εκών-άκων.

    Большой русско-греческий словарь > любо

  • 4 неповадно

    επίρ.
    ως κατηγ. είναι ανεπιθύμητο δεν είναι ευχάριστο.
    εκφρ.
    чтобы было неповадно (сделать) – για να μην το ξανακάνει.

    Большой русско-греческий словарь > неповадно

  • 5 светло

    1. επίρ. φωτεινά κλπ. επ. βλ. светлый.
    2. ως κατηγ. είναι φωτεινά κλπ. επ.
    3. ως κατηγ. είναι ευχάριστο.

    Большой русско-греческий словарь > светло

  • 6 любо

    любо
    нареч разг εἶναι εὐχάριστο, χαίρεσαι νά:
    \любо смотреть χαίρεσαι νά βλέπεις.

    Русско-новогреческий словарь > любо

  • 7 приятно

    приятн||о
    1. нареч εὐχάριστα, τερπνά; \приятно провести вечер περνώ εὐχάριστα τήν βραδυά·
    2. предик безл εἶναι εὐχάριστο.

    Русско-новогреческий словарь > приятно

  • 8 ευχάριστος

    η, ο [ος, ον ]
    1) приятный, радостный; доставляющий удовольствие, радость;

    είναι ευχάριστο — приятно

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ευχάριστος

  • 9 отрадно

    επίρ.
    ευχάριστα, χαρούμενα κλπ. επ. || ως κατηγ. είναι ευχάριστο, ευφραντικό κλπ. επ.

    Большой русско-греческий словарь > отрадно

  • 10 добро

    ουδ.
    1. το καλό, το αγαθό, η αρετή•

    добро и зло το καλό και το κακό.

    2. το ωφέλιμο, το ευχάριστο•

    из этого -а не выйдет απ'αυτό καλό δε βγαίνει•

    нет худа без -έ ουδέν κακόν αμιγές καλού•

    от -а -а не ищут κάμε το καλό και ρίχτο στο γιαλό.

    3. καλή, αγαθή πράξη•

    делать много -а κάνω πολλά καλά.

    4. η περιουσία, τα πράγματα, τα υπάρχοντα, το βιός, ο πλούτος•

    сундуки полны -а τα σεντούκια είναι γεμάτα πλούτο.

    5. ειρν. παλιοπράγμα, άχρηστο πράγμα•

    такого -а нам и даром не нужно τέτοια παλιοπράγματα και τζάμπα δεν τα παίρνομε.

    εκφρ.
    поминать -ом – δεν ξεχνώ το καλό•
    это не к -у – α) αυτό, δεν) οδηγεί σε καλό, δε θα βγει σε καλό. β) παλ. αυτό είναι προάγγελος κακών συνεπειών.
    επίρ.
    καλά• έτσι, ας είναι έτσι• добро! сделаем так! καλά! θά κάνουμε έτσι!•
    εκφρ.
    добро пожаловать – καλώς ήρθατε.
    ουδ.
    παλιά ονομασία του ρωσικού γράμματος «Д».

    Большой русско-греческий словарь > добро

  • 11 улыбаться

    улыб||аться
    несов
    1. χαμογελώ, μειδιώ:
    \улыбаться кому́-л. χαμογελώ σέ κάποιον \улыбаться своим мыслям χαμογελώ σκεφτόμενος κάτι· \улыбаться солнцу χαμογελώ κυττάζοντας τόν ήλιο· при воспоминании об этом он всякий раз \улыбатьсяался κάθε φορά πού τό θυμόνταν χαμογελούσε· \улыбаться иронически (презрительно) χαμογελώ είρωνικά (πε-ριφρονητικά)·
    2. перен (быть желательным) разг:
    ему́ это не \улыбатьсяается αὐτό δέν τοῦ εἶναι καθόλου εὐχάριστο· ◊ жизнь ему́ \улыбатьсяается ἡ τύχη τόν εὐνοεΐ, ἡ τύχη τοῦ μειδιἄ.

    Русско-новогреческий словарь > улыбаться

  • 12 дорога

    θ.
    1. δρόμος, οδός•

    просёлочная αγροτικός δρόμος•

    автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•

    шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•

    водная υδάτινη οδός•

    воздушная дорога εναέρια οδός•

    широкая дорога φαρδύς δρόμος•

    торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•

    большая κύρια οδός•

    сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•

    не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•

    на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•

    я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•

    пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•

    воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.

    2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•

    встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•

    дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•

    уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.

    3. ταξίδι•

    утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•

    веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•

    запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•

    отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•

    собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•

    счастливой -и καλό ταξίδι.

    4. μέσο•

    упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.

    εκφρ.
    канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•
    конно-железная дорогаβλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•
    без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•
    по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•
    дать ή уступить -уκ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•
    перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•
    пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•
    стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•
    стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•
    он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση.

    Большой русско-греческий словарь > дорога

См. также в других словарях:

  • ηδονή — Το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλεί μια απόλαυση ή μια ευχάριστη είδηση, μια ανάμνηση ή μια τέρψη. Στην ψυχολογία, η. είναι το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται στη συνείδησή μας από την εκπλήρωση φυσικών ή ψυχικών αναγκών του οργανισμού μας …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς …   Dictionary of Greek

  • φάση — Στη χημεία είναι οποιοδήποτε ομογενές μέρος ενός συστήματος, δηλαδή με τις αυτές φυσικές και χημικές ιδιότητες σε κάθε σημείο του, και φυσικά, διακριτό ώστε να διαχωρίζεται από τα άλλα μέρη του συστήματος από σαφώς καθορισμένες οριακές επιφάνειες …   Dictionary of Greek

  • περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… …   Dictionary of Greek

  • φοινίκουρος — (phoenicurus). Στρουθοειδές της οικογένειας των τουρδιδών, γνωστό και με το όνομα κοκκινόκωλος. Έχει συνολικό μήκος περίπου 15 εκ. Ζει στην Ευρώπη και στην κεντροδυτική Ασία και διαχειμάζει στην Αφρική και στην Εγγύς Ανατολή. Το φτέρωμα των… …   Dictionary of Greek

  • φανέτο — Κοινό όνομα του ωδικού πτηνού ακανθίδα η κανναβοφάγα (carduelis cannabina), της οικογένειας των σπιζιδών. Το πουλί αυτό, που έχει μήκος περίπου 13 εκ. μαζί με την ουρά, λέγεται και σκορδαλιός. Το καλοκαίρι, το αρσενικό έχει στήθος χρώματος… …   Dictionary of Greek

  • έλπω — ἔλπω και ἐέλπω (Α) 1. δίνω ελπίδες 2. (μέσ., ομαι) ελπίζω, περιμένω 3. μέσ. φοβάμαι κάτι («ἐλπόμενος δέ τὶ οἱ κακόν ἔσεσθαι», Ηρόδ.) 4. νομίζω, υποθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργητικός μεταβιβαστικός ενεστ. έλπω είναι υστερογενής έναντι τού αρχικού… …   Dictionary of Greek

  • ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ηδύς — εία, ύ (Α ἡδύς, δωρ. τ. ἁδύς, εῑα, ύ, στον Όμ. το θηλ. και ἡδύς [μόνο μία φορά], ιων. θηλ. ἡδέα, δωρ. θηλ. ἁδέα) 1. γλυκός, ευχάριστος στις αισθήσεις, κυρίως στη γεύση, στην όσφρηση και στην ακοή («ἡδύ δεῑπνον», Ομ. Οδ.) 2. (κατ επέκτ. και για… …   Dictionary of Greek

  • καλαρέσω — (συν. με τις προσ. αντων. μού, σού, τού, μάς κ.λπ., ως απρόσ. και ως προσ.) μού καλαρέσει μού αρέσει πολύ, μού είναι ευχάριστο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»